- σκουλήκιασμα
- το действие по гл. σκουληκιάζω
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σκουλήκιασμα — το απόκτηση σκουληκιών: Ράντισε τα δέντρα με δηλητήριο, για να εμποδίσει το σκουλήκιασμα των καρπών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκουλήκιασμα — το, Ν [σκουληκιάζω] προσβολή από σκουλήκια … Dictionary of Greek
σκωλήκωσις — ώσεως, ἡ, Α [σκωληκοῡμαι] το να γεμίσει κάποιος από σκουλήκια, σκουλήκιασμα … Dictionary of Greek
σκωληκίαση — η / σκωληκίασις, ιάσεως, ΝΑ [σκωληκιώ] σκουλήκιασμα … Dictionary of Greek